τοποθεσιῶν

τοποθεσιῶν
τοποθεσία
topography
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… …   Dictionary of Greek

  • σχοινούς — Όνομα αρχαίων ελληνικών γεωγραφικών τοποθεσιών. 1. Λιμάνι της Κορίνθου, στο πιο στενό σημείο του Ισθμού. Κοντά στο λιμάνι αυτό βρισκόταν το περίφημο έργο του Περίανδρου, ο δίολκος, με τον οποίο τραβούσαν τα πλοία από τον Κορινθιακό στο Σαρωνικό… …   Dictionary of Greek

  • σύμμαγμα — άγματος, τὸ, Α μάζα από χώμα και χαλίκια την οποία συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι αρχιτέκτοντες για τη σήμανση τοποθεσιών και τον προσδιορισμό διαστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάγμα «πηχτή και ευμάλακτη ύλη» (< μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»)] …   Dictionary of Greek

  • τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ειρήνη — I Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 194 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Νικόλαος — I Ονομασία 37 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 10 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στα νότια της λίμνης Στυμφαλίας και στα βορειοδυτικά της επαρχίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλέας. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”